Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόσχολος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόσχολος:''' -ον ([[σχολή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξοδεύει ανώφελα την [[αργία]] του, που δαπανά την ανάπαυλά του άσκοπα, [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., <i>κ. πνοαί</i>, άνεμοι που οδηγούν τους άντρες σε [[οκνηρία]], σε [[αργία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κᾰκόσχολος:''' -ον ([[σχολή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξοδεύει ανώφελα την [[αργία]] του, που δαπανά την ανάπαυλά του άσκοπα, [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., <i>κ. πνοαί</i>, άνεμοι που οδηγούν τους άντρες σε [[οκνηρία]], σε [[αργία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόσχολος:''' <b class="num">1)</b> плохо использующий свое время, т. е. праздный, ленивый Anth.;<br /><b class="num">2)</b> вынуждающий к тяжелой бездеятельности: πνοαὶ κακόσχολοι Aesch. ветры, обрекающие на томительное ожидание, т. е. мешающие отплытию.
}}
}}