Anonymous

κακοπονητικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοπονητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική [[ἕξις]] τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πονητικός]] «ο [[γεμάτος]] ταλαιπωρίες» (<span style="color: red;"><</span> <i>πονῶ</i>)].
|mltxt=[[κακοπονητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική [[ἕξις]] τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πονητικός]] «ο [[γεμάτος]] ταλαιπωρίες» (<span style="color: red;"><</span> <i>πονῶ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοπονητικός:''' -ή, -όν ([[πονέω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.
}}
}}