3,277,206
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοπονητικός:''' -ή, -όν ([[πονέω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ. | |lsmtext='''κᾰκοπονητικός:''' -ή, -όν ([[πονέω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοπονητικός:''' непригодный к перенесению тягот, невыносливый, слабосильный ([[ἕξις]] σώματος Arst.). | |||
}} | }} |