Anonymous

κακοπονητικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοπονητικός:''' -ή, -όν ([[πονέω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.
|lsmtext='''κᾰκοπονητικός:''' -ή, -όν ([[πονέω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοπονητικός:''' непригодный к перенесению тягот, невыносливый, слабосильный ([[ἕξις]] σώματος Arst.).
}}
}}