Anonymous

καρτερός: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρτερός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («εἰ [[μάλα]] [[καρτερός]] ἐστιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή [[κάτι]], ο [[κυρίαρχος]] («ὁ δ' Ἀσίης [[καρτερός]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καρτερικός]], [[υπομονετικός]] («καρτερώτερον δεῑ πρὸς [[πάντα]] τὸν ἄρχοντα τῶν ἀρχομένων [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίμονος]]<br /><b>5.</b> [[σταθερός]] («καρτερὸν ὅρκον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> ορισμένος («τοῡτο καρτερὸν [[εἶναι]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[τοποθεσία]]) [[οχυρός]], [[δυσπόρθητος]] («ἐπὶ λόφου καρτεροῡ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «τόλμης δ' [[εἶμι]] πρὸς τὸ καρτερόν» — θα φθάσω στο ακρότατο [[σημείο]] της τόλμης (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «κατὰ τὸ καρτερὸν» και «πρὸς τὸ καρτερόν» — καρτερικά, με [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καρτερῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[καρτερία]], [[δυνατά]], ανθεκτικά<br /><b>2.</b> σθεναρά, επίμονα<br /><b>3.</b> τολμηρά, αποφασιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρτος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρυ</i>-<i>ερός</i>, <i>σκοτ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=[[καρτερός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («εἰ [[μάλα]] [[καρτερός]] ἐστιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή [[κάτι]], ο [[κυρίαρχος]] («ὁ δ' Ἀσίης [[καρτερός]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καρτερικός]], [[υπομονετικός]] («καρτερώτερον δεῑ πρὸς [[πάντα]] τὸν ἄρχοντα τῶν ἀρχομένων [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίμονος]]<br /><b>5.</b> [[σταθερός]] («καρτερὸν ὅρκον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> ορισμένος («τοῡτο καρτερὸν [[εἶναι]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[τοποθεσία]]) [[οχυρός]], [[δυσπόρθητος]] («ἐπὶ λόφου καρτεροῡ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «τόλμης δ' [[εἶμι]] πρὸς τὸ καρτερόν» — θα φθάσω στο ακρότατο [[σημείο]] της τόλμης (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «κατὰ τὸ καρτερὸν» και «πρὸς τὸ καρτερόν» — καρτερικά, με [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καρτερῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[καρτερία]], [[δυνατά]], ανθεκτικά<br /><b>2.</b> σθεναρά, επίμονα<br /><b>3.</b> τολμηρά, αποφασιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρτος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρυ</i>-<i>ερός</i>, <i>σκοτ</i>-<i>ερός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καρτερός:''' -ά, -όν ([[κάρτος]]), = [[καρτερός]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]], [[άλκιμος]]· με απαρ., <i>καρτερὸς ἐναίρειν</i>, [[δυνατός]] για να σκοτώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὰκαρτερώτατα</i>, τα πιο ισχυρά, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[κάτοχος]] πράγματος, [[κύριος]] ή [[διαφεντευτής]] [[αυτού]], σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[καρτερικός]], [[υπομονετικός]], [[σταθερός]], <i>πρὸς πάντα</i>, σε Ξεν.· [[επίμονος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[μέγας]], [[ὅρκος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κ. ἔργα</i>, πράξεις ισχύος, στο ίδ.· κ. [[μάχη]], γεμάτη [[πείσμα]] [[αλλά]] απέλπιδα, στον Ηρόδ., Θουκ.· <i>τὸ καρτερόν</i>, <i>τόλμης τὸ κ</i>., το υπέρτατο [[σημείο]] της τόλμης, σε Ευρ.· <i>κατὰ τὸ καρτερόν</i>, με τη [[βία]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως, <i>πρὸςτο καρτερόν</i>, σε Αισχύλ.· <i>τὸ καρτερόν</i>, απόλ., σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για [[τόπο]], όπως το [[ὀχυρός]], [[ισχυρός]], σε Θουκ.· <i>τὸ καρτερώτερον τοῦ χωρίου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, [[δυνατά]] κ.λπ.· <i>κ. ὑπνοῦσθαι</i>, [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ο [[συνήθης]] συγκρ. και υπερθ. είναι [[κρείσσων]] και [[κράτιστος]] (βλ.)· [[αλλά]] και οι κανονικοί τύποι <i>καρτερώτερος</i>, <i>-ώτατος</i>, συναντιώνται περιστασιακά, σε Πίνδ., Αττ.
}}
}}