Anonymous

κάρηνον: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάρηνον]] και δωρ. τ. [[κάρανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]] («ἀνδρῶν κάρηνα» — κεφάλια [[ανδρών]], άνδρες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b>, (για βουνά) η [[κορυφή]] («κατ' Ὀυλύμποιο καρήνων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πόλεις) η [[ακρόπολη]], το [[κάστρο]] («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] μέσω ενός αμάρτ. τ. <i>κάρασνον</i>].
|mltxt=[[κάρηνον]] και δωρ. τ. [[κάρανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]] («ἀνδρῶν κάρηνα» — κεφάλια [[ανδρών]], άνδρες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b>, (για βουνά) η [[κορυφή]] («κατ' Ὀυλύμποιο καρήνων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πόλεις) η [[ακρόπολη]], το [[κάστρο]] («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] μέσω ενός αμάρτ. τ. <i>κάρασνον</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάρηνον:''' τό, Δωρ. κάρᾱνον ([[κάρη]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κεφάλι]], [[κυρίως]] στον πληθ. [[ἀνδρῶν]] κάρηνα, περιφρ. αντί [[ἄνδρες]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>νεκύων κ</i>. αντί <i>νέκυες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[βοῶν]] κ., όπως λέμε, τόσα κεφάλια βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για βουνοκορφές, <i>Οὐλύμποιο κ</i>., στο ίδ.· λέγεται και σε πόλεις, [[ακρόπολη]], στο ίδ.
}}
}}