3,277,121
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάρηνον:''' τό, Δωρ. κάρᾱνον ([[κάρη]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κεφάλι]], [[κυρίως]] στον πληθ. [[ἀνδρῶν]] κάρηνα, περιφρ. αντί [[ἄνδρες]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>νεκύων κ</i>. αντί <i>νέκυες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[βοῶν]] κ., όπως λέμε, τόσα κεφάλια βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για βουνοκορφές, <i>Οὐλύμποιο κ</i>., στο ίδ.· λέγεται και σε πόλεις, [[ακρόπολη]], στο ίδ. | |lsmtext='''κάρηνον:''' τό, Δωρ. κάρᾱνον ([[κάρη]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κεφάλι]], [[κυρίως]] στον πληθ. [[ἀνδρῶν]] κάρηνα, περιφρ. αντί [[ἄνδρες]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>νεκύων κ</i>. αντί <i>νέκυες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[βοῶν]] κ., όπως λέμε, τόσα κεφάλια βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για βουνοκορφές, <i>Οὐλύμποιο κ</i>., στο ίδ.· λέγεται και σε πόλεις, [[ακρόπολη]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάρηνον:''' дор. [[κάρανον|κάρᾱνον]] (κᾰ) τό преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> голова (κάρανα δαΐζειν Aesch.): (описательно) κάρηνα Τρώων Hom. = [[Τρῶες]]; ἵππων κάρηνα Hom. = ἵπποι; νεκύων κάρηνα Hom. = νέκυες;<br /><b class="num">2)</b> вершина, высота (Οὐλύμποιο, [[πολίων]] Hom.). | |||
}} | }} |