Anonymous

καιροσέων: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=or καιροσσέων: gen. pl. fem. [[from]] an adj. [[καιρόεις]], [[with]] [[many]] loops (καῖροι) or thrums to [[which]] the threads of the [[warp]] were [[attached]]; κ. ὀθονέων, [[from]] the [[fine]]-[[woven]] [[linen]], Od. 7.107†.
|auten=or καιροσσέων: gen. pl. fem. [[from]] an adj. [[καιρόεις]], [[with]] [[many]] loops (καῖροι) or thrums to [[which]] the threads of the [[warp]] were [[attached]]; κ. ὀθονέων, [[from]] the [[fine]]-[[woven]] [[linen]], Od. 7.107†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καιροσέων:''' θηλ., γεν. πληθ., σε Ομήρ. Οδ. η. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται [[ἔλαιον]], από τα [[πυκνά]] υφασμένα λινά υφάσματα δεν στάζει το [[υγρό]] [[έλαιο]], δηλ. τα λινά υφάσματα είναι τόσο [[πυκνά]] υφασμένα, ώστε το [[έλαιο]] δεν διαρρέει, δεν διαφεύγει μέσα απ' αυτά ([[αλλά]] στάζει από τις άκρες του). Θεωρείται ότι ο [[τύπος]] χρησιμ. αντί <i>καιροεσσέων</i>, Επικ. γεν. πληθ. του επίθ. [[καιρόεις]], από το [[καῖρος]] Α.
}}
}}