Anonymous

καιροσέων: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(5)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καιροσέων:''' θηλ., γεν. πληθ., σε Ομήρ. Οδ. η. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται [[ἔλαιον]], από τα [[πυκνά]] υφασμένα λινά υφάσματα δεν στάζει το [[υγρό]] [[έλαιο]], δηλ. τα λινά υφάσματα είναι τόσο [[πυκνά]] υφασμένα, ώστε το [[έλαιο]] δεν διαρρέει, δεν διαφεύγει μέσα απ' αυτά ([[αλλά]] στάζει από τις άκρες του). Θεωρείται ότι ο [[τύπος]] χρησιμ. αντί <i>καιροεσσέων</i>, Επικ. γεν. πληθ. του επίθ. [[καιρόεις]], από το [[καῖρος]] Α.
|lsmtext='''καιροσέων:''' θηλ., γεν. πληθ., σε Ομήρ. Οδ. η. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται [[ἔλαιον]], από τα [[πυκνά]] υφασμένα λινά υφάσματα δεν στάζει το [[υγρό]] [[έλαιο]], δηλ. τα λινά υφάσματα είναι τόσο [[πυκνά]] υφασμένα, ώστε το [[έλαιο]] δεν διαρρέει, δεν διαφεύγει μέσα απ' αυτά ([[αλλά]] στάζει από τις άκρες του). Θεωρείται ότι ο [[τύπος]] χρησιμ. αντί <i>καιροεσσέων</i>, Επικ. γεν. πληθ. του επίθ. [[καιρόεις]], από το [[καῖρος]] Α.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a fem. gen. pl. in Od. 7. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται [[ἔλαιον]] from the [[close]]-[[woven]] [[linen]] trickles off the oil;—i. e. the [[linen]] is so well-[[woven]], that oil does not [[ooze]] [[through]]. It seems to be for καιροεσσέων, epic gen. pl. of an adj. [[καιρόεις]], from [[καῖρος]].
}}
}}