Anonymous

καταδάπτω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταδάπτω]] (Α) [[κατασπαράζω]], [[καταξεσχίζω]] τις σάρκες («μή με ἔα... [[κύνας]] καταδάψαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]]»].
|mltxt=[[καταδάπτω]] (Α) [[κατασπαράζω]], [[καταξεσχίζω]] τις σάρκες («μή με ἔα... [[κύνας]] καταδάψαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταδάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σχίζω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Όμηρ.· μεταφ., στη Μέσ., καταδάπτεται [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}