Anonymous

καταδάπτω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σχίζω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Όμηρ.· μεταφ., στη Μέσ., καταδάπτεται [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''καταδάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σχίζω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Όμηρ.· μεταφ., στη Μέσ., καταδάπτεται [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-δάπτω verscheuren:; μή με ἔα … κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν laat niet toe dat de honden van de Achaeërs me verscheuren Il. 22.339; overdr.: μευ καταδάπτετ ’ ἀκούοντος φίλον ἦτορ als ik jou hoor, wordt mijn dierbare hart verscheurd Od. 16.92.
}}
}}