Anonymous

καταδαρθάνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταδαρθάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποκοιμιέμαι]], μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι<br />κατέδραθον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περνώ]] [[κάπου]] τη [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]] («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαρθάνω]] «[[κοιμάμαι]]»].
|mltxt=[[καταδαρθάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποκοιμιέμαι]], μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι<br />κατέδραθον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περνώ]] [[κάπου]] τη [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]] («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαρθάνω]] «[[κοιμάμαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, μεταφ. <i>-έδρᾰθον</i>, βʹ πληθ. <i>καδραθέτην</i>, παρακ. <i>-δεδάρθηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκοιμιέμαι]]· στον αόρ., [[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.· στον ενεστ., [[αποκοιμιέμαι]], καταλαμβάνομαι από [[νύστα]] ή κυριεύομαι από ύπνο, σε Πλάτ.· παρακ. <i>καταδεδαρθηκώς</i>, αυτός που έχει αποκοιμηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] περνώ [[κάπου]] την [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]], [[κατέδαρθον]] ἐν ὅπλοις, σε Θουκ.
}}
}}