3,274,729
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, μεταφ. <i>-έδρᾰθον</i>, βʹ πληθ. <i>καδραθέτην</i>, παρακ. <i>-δεδάρθηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκοιμιέμαι]]· στον αόρ., [[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.· στον ενεστ., [[αποκοιμιέμαι]], καταλαμβάνομαι από [[νύστα]] ή κυριεύομαι από ύπνο, σε Πλάτ.· παρακ. <i>καταδεδαρθηκώς</i>, αυτός που έχει αποκοιμηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] περνώ [[κάπου]] την [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]], [[κατέδαρθον]] ἐν ὅπλοις, σε Θουκ. | |lsmtext='''καταδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, μεταφ. <i>-έδρᾰθον</i>, βʹ πληθ. <i>καδραθέτην</i>, παρακ. <i>-δεδάρθηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκοιμιέμαι]]· στον αόρ., [[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.· στον ενεστ., [[αποκοιμιέμαι]], καταλαμβάνομαι από [[νύστα]] ή κυριεύομαι από ύπνο, σε Πλάτ.· παρακ. <i>καταδεδαρθηκώς</i>, αυτός που έχει αποκοιμηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] περνώ [[κάπου]] την [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]], [[κατέδαρθον]] ἐν ὅπλοις, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδαρθάνω:''' (fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 [[κατέδαρθον]] - эп. [[κατέδραθον|κατέδρᾰθον]], pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. [[καταδράθω]]; aor. 2 pass. [[κατεδάρθην]]; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. [[καταδραθῶ]]; part. aor. καταδαρθείς)<br /><b class="num">1)</b> засыпать, погружаться в сон (θάμνοισ᾽ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.): καταδεδαρθηκώς Plat. заснувший;<br /><b class="num">2)</b> проводить ночь (ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.). | |||
}} | }} |