Anonymous

κατακάμπτω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακάμπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάμπτω]] [[προς]] τα [[κάτω]] ώστε να σχηματιστεί [[κοίλωμα]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με θόλο<br /><b>3.</b> [[ανατρέπω]] τις ελπίδες<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακάμπτομαι</i><br />συγκινούμαι, κάμπτομαι με [[δέηση]].
|mltxt=[[κατακάμπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάμπτω]] [[προς]] τα [[κάτω]] ώστε να σχηματιστεί [[κοίλωμα]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με θόλο<br /><b>3.</b> [[ανατρέπω]] τις ελπίδες<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακάμπτομαι</i><br />συγκινούμαι, κάμπτομαι με [[δέηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
}}
}}