Anonymous

κατακάμπτω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακάμπτω:''' <b class="num">1)</b> выгибать, сгибать (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;<br /><b class="num">2)</b> перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς [[στροφάς]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> склонять, побуждать (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).
}}
}}