Anonymous

καταλαμπτέος: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. ion. c.</i> [[καταληπτέος]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. ion. c.</i> [[καταληπτέος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταλαμπτέος:''' -α, -ον, Ιων. αντί [[καταληπτέος]], αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.
}}
}}