Anonymous

κατάφρακτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάφρακτος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[κατάφραχτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάφρακτος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[κατάφραχτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάφρακτος:''' [[παλιός]] Αττ. -φαρκτος, <i>-ον</i>, κλειδωμένος, ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· <i>πλοῖακ</i>., διακοσμημένα πλοία, σε Θουκ.
}}
}}