3,274,913
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάφρακτος:''' [[παλιός]] Αττ. -φαρκτος, <i>-ον</i>, κλειδωμένος, ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· <i>πλοῖακ</i>., διακοσμημένα πλοία, σε Θουκ. | |lsmtext='''κατάφρακτος:''' [[παλιός]] Αττ. -φαρκτος, <i>-ον</i>, κλειδωμένος, ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· <i>πλοῖακ</i>., διακοσμημένα πλοία, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάφρακτος -ον [καταφρασσομαι] overdekt, gepantserd:; πλοῖα κατάφρακτα overdekte schepen Thuc. 1.10.4; ἡ κ. ἵππος de gepantserde ruiterij Plut. Luc. 28.2; subst.: αἱ κατάφρακται dekschepen. | |||
}} | }} |