Anonymous

κατάφρακτος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάφρακτος:''' [[παλιός]] Αττ. -φαρκτος, <i>-ον</i>, κλειδωμένος, ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· <i>πλοῖακ</i>., διακοσμημένα πλοία, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατάφρακτος:''' [[παλιός]] Αττ. -φαρκτος, <i>-ον</i>, κλειδωμένος, ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· <i>πλοῖακ</i>., διακοσμημένα πλοία, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάφρακτος -ον [καταφρασσομαι] overdekt, gepantserd:; πλοῖα κατάφρακτα overdekte schepen Thuc. 1.10.4; ἡ κ. ἵππος de gepantserde ruiterij Plut. Luc. 28.2; subst.: αἱ κατάφρακται dekschepen.
}}
}}