Anonymous

κατάρατος: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάρατος]], -ον) [[καταρώμαι]]<br />ο [[άξιος]] κατάρας, ο [[μισητός]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάρατος]], -ον) [[καταρώμαι]]<br />ο [[άξιος]] κατάρας, ο [[μισητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάρᾱτος:''' -ον ([[καταράομαι]]), [[καταραμένος]], [[απεχθής]], [[βδελυρός]], [[μισητός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Δημ.· υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Σοφ.
}}
}}