Anonymous

κατάρατος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάρᾱτος:''' -ον ([[καταράομαι]]), [[καταραμένος]], [[απεχθής]], [[βδελυρός]], [[μισητός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Δημ.· υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''κατάρᾱτος:''' -ον ([[καταράομαι]]), [[καταραμένος]], [[απεχθής]], [[βδελυρός]], [[μισητός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Δημ.· υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρᾱτος:''' (τᾱ) достойный проклятия, проклятый Eur., Arph., Arst., Dem.
}}
}}