3,274,729
edits
(18) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλιπόταμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («[[καλλιπόταμος]] ὕδατος... [[νοτίς]]», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[καλλιπόταμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («[[καλλιπόταμος]] ὕδατος... [[νοτίς]]», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλλιπότᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ. | |||
}} | }} |