καλλιπόταμος: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιπόταμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («[[καλλιπόταμος]] ὕδατος... [[νοτίς]]», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}