Anonymous

κατεικάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεικάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρομοιάζω]] με κάποιον, [[εξομοιώνω]] («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.)<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] εικασίες, [[εικάζω]], [[υποθέτω]], [[βγάζω]] συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]] («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἰκάζω]] «[[εξεικονίζω]], [[παρομοιάζω]]»].
|mltxt=[[κατεικάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρομοιάζω]] με κάποιον, [[εξομοιώνω]] («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.)<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] εικασίες, [[εικάζω]], [[υποθέτω]], [[βγάζω]] συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]] («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἰκάζω]] «[[εξεικονίζω]], [[παρομοιάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεικάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ομοιάζω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εικάσθην</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι ή [[γίνομαι]] όμοιος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχηματίζω]] εικασίες, [[συμπεραίνω]], σε Ηρόδ.· [[υποπτεύομαι]] [[κάτι]] [[κακό]], στον ίδ.
}}
}}