Anonymous

κατεικάζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεικάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ομοιάζω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εικάσθην</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι ή [[γίνομαι]] όμοιος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχηματίζω]] εικασίες, [[συμπεραίνω]], σε Ηρόδ.· [[υποπτεύομαι]] [[κάτι]] [[κακό]], στον ίδ.
|lsmtext='''κατεικάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ομοιάζω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εικάσθην</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι ή [[γίνομαι]] όμοιος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχηματίζω]] εικασίες, [[συμπεραίνω]], σε Ηρόδ.· [[υποπτεύομαι]] [[κάτι]] [[κακό]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-εικάζω act. concluderen (door vergelijkenderwijs te redeneren). pass. gelijken op:. τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε (tweetal), dat in hun aard gelijkt op de gewoonten in Egypte Soph. OC 338.
}}
}}