Anonymous

κατάστικτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάστικτος]], -ον) [[καταστίζω]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, [[διάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σώμα]] ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με [[στίξη]], με [[τατουάζ]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[γεμάτος]] από [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάστικτος]], -ον) [[καταστίζω]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, [[διάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σώμα]] ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με [[στίξη]], με [[τατουάζ]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[γεμάτος]] από [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάστικτος:''' -ον, καλυμμένος με στίγματα, [[σημαδεμένος]], πιτσιλωτός, σε Ευρ.
}}
}}