3,274,216
edits
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />piqueté, tacheté, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]]. | |btext=ος, ον :<br />piqueté, tacheté, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάστικτος]], -ον) [[καταστίζω]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, [[διάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σώμα]] ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με [[στίξη]], με [[τατουάζ]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[γεμάτος]] από [[κάτι]]. | |||
}} | }} |