Anonymous

κατευτρεπίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατευτρεπίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[ευτρεπίζω]]) [[βάζω]] [[κάτι]] σε [[τάξη]], [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] («ταύτας κατευτρέπιζε», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[κατευτρεπίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[ευτρεπίζω]]) [[βάζω]] [[κάτι]] σε [[τάξη]], [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]] («ταύτας κατευτρέπιζε», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατευτρεπίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[αποκαθιστώ]] την [[τάξη]], σε Ξεν.
}}
}}