κατευτρεπίζω

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευτρεπίζω Medium diacritics: κατευτρεπίζω Low diacritics: κατευτρεπίζω Capitals: ΚΑΤΕΥΤΡΕΠΙΖΩ
Transliteration A: kateutrepízō Transliteration B: kateutrepizō Transliteration C: kateftrepizo Beta Code: kateutrepi/zw

English (LSJ)

put in order, Ar.Ec.510, X.Cyr.8.6.16.

German (Pape)

[Seite 1398] zurecht machen, in Ordnung bringen; Ar. Eccl. 510; Xen. Cyr. 8, 6, 8.

French (Bailly abrégé)

mettre en ordre, arranger.
Étymologie: κατά, εὐτρεπίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ευτρεπίζω in orde brengen.

Russian (Dvoretsky)

κατευτρεπίζω: приводить в порядок, выправлять (ταῦτα πάντα Xen.): κ. τινά Arph. помогать кому-л. одеться.

Greek Monolingual

κατευτρεπίζω (Α)
(επιτ. τ. του ευτρεπίζω) βάζω κάτι σε τάξη, τακτοποιώ, διευθετώ («ταύτας κατευτρέπιζε», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

κατευτρεπίζω: μέλ. -ιῶ, αποκαθιστώ την τάξη, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατευτρεπίζω: ἐντελῶς διευθετῶ, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 510, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16.

Middle Liddell

fut. ιῶ
to put in order again, Xen.