Anonymous

κατεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεξανίσταμαι]] (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)<br />εξεγείρομαι, [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπομένω]] γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ πολέμου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξ</i>-<i>αν</i>-[[ίσταμαι]] «εξεγείρομαι»].
|mltxt=[[κατεξανίσταμαι]] (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)<br />εξεγείρομαι, [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπομένω]] γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ πολέμου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξ</i>-<i>αν</i>-[[ίσταμαι]] «εξεγείρομαι»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεξανίσταμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατ-εξανέστην</i>· σηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[αγωνίζομαι]] ενάντια σε, [[εναντιώνομαι]], <i>τινός</i>, σε Πλούτ.
}}
}}