Anonymous

κατεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεξανίσταμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατ-εξανέστην</i>· σηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[αγωνίζομαι]] ενάντια σε, [[εναντιώνομαι]], <i>τινός</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατεξανίσταμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατ-εξανέστην</i>· σηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[αγωνίζομαι]] ενάντια σε, [[εναντιώνομαι]], <i>τινός</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεξᾰνίσταμαι:''' (fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)<br /><b class="num">1)</b> восставать, противоборствовать, сопротивляться (τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.);<br /><b class="num">2)</b> быть непокорным: κ. ἁπάντων (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки;<br /><b class="num">3)</b> быть настороже, бдительно следить (τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.).
}}
}}