Anonymous

κατεπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεπᾴδω]] (Α)<br />[[υποτάσσω]], [[καταβάλλω]] κάποιον με ωδή ή με [[μαγεία]] («νέους λαμβάνοντες, [[ὥσπερ]] [[λέοντας]], κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] σε κάποιον με [[λόγια]] [[γλυκά]], καταπραϋντικά, κολακευτικά<br /><b>2.</b> [[τραγουδώ]] για να γοητεύσω, για να μαγέψω κάποιον<br /><b>3.</b> [[επαναλαμβάνω]] διαρκώς, λέω [[συχνά]] («ταῡτα καὶ ὅμοια ἕτερα κατεπῇδε», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπ</i>-<i>άδω</i> «[[τραγουδώ]] μαγικές ωδές»].
|mltxt=[[κατεπᾴδω]] (Α)<br />[[υποτάσσω]], [[καταβάλλω]] κάποιον με ωδή ή με [[μαγεία]] («νέους λαμβάνοντες, [[ὥσπερ]] [[λέοντας]], κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] σε κάποιον με [[λόγια]] [[γλυκά]], καταπραϋντικά, κολακευτικά<br /><b>2.</b> [[τραγουδώ]] για να γοητεύσω, για να μαγέψω κάποιον<br /><b>3.</b> [[επαναλαμβάνω]] διαρκώς, λέω [[συχνά]] («ταῡτα καὶ ὅμοια ἕτερα κατεπῇδε», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπ</i>-<i>άδω</i> «[[τραγουδώ]] μαγικές ωδές»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεπᾴδω:''' μέλ. <i>-ᾴσομαι</i>, [[υποτάσσω]] με [[μαγεία]], <i>τινά</i>, σε Πλάτ.
}}
}}