κατεπᾴδω
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
A subdue by song or enchantment, τινα Pl.Grg. 483e, Men.80a, Plu.Dio14, Lib.Or.64.91; τὰς τῶν νέων ψυχάς Max.Tyr.23.3; overcome by a spell, Phld.Lib.p.290.; soothe, τινος Ach.Tat.7.10.
2 sing by way of enchantment, Id.2.7.
II to be always repeating, Ph.2.304, Anon. ap. Suid., Hld.7.10, Ach.Tat.2.19.
German (Pape)
[Seite 1395] (s. ᾄδω), Einem vorsingen, bes. durch Gesang überwältigen, bezaubern; γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις Plat. Men. 80 a; κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Gorg. 483 e; π νευμάτων πονηρῶν D. Sic. 5, 31; beschwichtigen, Hel. 9, 2. – Auch τινός, Einem beständig Etwas vorsagen, Suid.; absolut, Hel. 7, 10.
French (Bailly abrégé)
I. chanter aux oreilles de, gén. ; abs. assourdir;
II. prononcer des paroles magiques sur ou contre :
1 ensorceler par des chants ou des charmes magiques;
2 prononcer pour un sortilège.
Étymologie: κατά, ἐπᾴδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-επᾴδω (met gezang) betoveren.
Russian (Dvoretsky)
κατεπᾴδω:
1 зачаровывать (заклинаниями), околдовывать (τινά Plat.; τινὰ τῷ Πλάτωνος λόγῳ Plut.);
2 усмирять, приручать (λέοντας Plat.; θηρία Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κατεπᾴδω: ὑποτάσσω τινὰ δι’ ᾠδῆς ἢ μαγείας, νέους λαμβάνοντες ὥσπερ λέοντας καὶ κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Πλάτ. Γοργ. 483Ε· γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Α, κτλ.· πονηρῶν πνευμάτων κατεπᾴδοντα Γρηγ. Ναζ. σ. 231· κατέπᾳδε σεαυτοῦ καὶ ῥᾴων ἔσει Α. 889· ᾄδω ὅπως θέλξω, ἢ μαγεύσω, ἢ καταπραΰνω, Ἀχιλλ. Τάτ. 2.7, Εὐμάθ. σ. 205· σοὶ μὲν ὑμέναιον βασιλικῶς κατεπᾴσονται, καὶ τὸ παθ., ῥῆμα κατεπᾳδόμενον τῇ καρδίᾳ Βασίλ. σ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. decantare, ἀείποτε ἐπαναλαμβάνω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· κατεπᾴδουσα, πρὸς αὐτὸν αἱμύλως διομιλοῦσα, Ἡλιόδ. 7. 10· ὁ Πολυδ. ἔχει συνώνυμ. «κατεπᾴδειν· κατακηλεῖν, καταθέλγειν» Δ΄, 49.
Greek Monolingual
κατεπᾴδω (Α)
υποτάσσω, καταβάλλω κάποιον με ωδή ή με μαγεία («νέους λαμβάνοντες, ὥσπερ λέοντας, κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μιλώ σε κάποιον με λόγια γλυκά, καταπραϋντικά, κολακευτικά
2. τραγουδώ για να γοητεύσω, για να μαγέψω κάποιον
3. επαναλαμβάνω διαρκώς, λέω συχνά («ταῦτα καὶ ὅμοια ἕτερα κατεπῇδε», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-άδω «τραγουδώ μαγικές ωδές»].
Greek Monotonic
κατεπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι, υποτάσσω με μαγεία, τινά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -ᾴσομαι
to subdue by charms, τινά Plat.