Anonymous

κατήκοος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατήκοος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ακούει με [[προσοχή]], [[ακροατής]] («τῶν εἴ τίς ἐστιν... [[κατήκοος]]» — εάν [[κάποιος]] έχει ακούσει νέα γι' αυτά, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («[[κατήκοος]] λόγων» — αυτός που σπουδάζει [[φιλοσοφία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κρυφακούει, [[ωτακουστής]], [[κατάσκοπος]] («κατάσκοποί τε καὶ κατήκοοι [[ἦσαν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υποτελής]], [[υπήκοος]], υποταγμένος σε κάποιον («Μήδων κατήκοοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που παρέχει [[ακρόαση]], που εισακούει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>υπ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[κατήκοος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ακούει με [[προσοχή]], [[ακροατής]] («τῶν εἴ τίς ἐστιν... [[κατήκοος]]» — εάν [[κάποιος]] έχει ακούσει νέα γι' αυτά, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («[[κατήκοος]] λόγων» — αυτός που σπουδάζει [[φιλοσοφία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κρυφακούει, [[ωτακουστής]], [[κατάσκοπος]] («κατάσκοποί τε καὶ κατήκοοι [[ἦσαν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υποτελής]], [[υπήκοος]], υποταγμένος σε κάποιον («Μήδων κατήκοοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που παρέχει [[ακρόαση]], που εισακούει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>υπ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατήκοος:''' -ον ([[κατακούω]]), αυτός που ακούει, [[ακροατής]]·<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[ωτακουστής]], [[κατάσκοπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]], [[πειθαρχικός]], [[υποτελής]], στον ίδ., Σοφ.· <i>τινος</i>, σε κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.· επίσης, με δοτ. <i>Κύρῳ κ</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που δίνει [[ακρόαση]] σε, <i>εὐχωλῇσι</i>, σε Ανθ.
}}
}}