Anonymous

κατήκοος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατήκοος:''' -ον ([[κατακούω]]), αυτός που ακούει, [[ακροατής]]·<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[ωτακουστής]], [[κατάσκοπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]], [[πειθαρχικός]], [[υποτελής]], στον ίδ., Σοφ.· <i>τινος</i>, σε κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.· επίσης, με δοτ. <i>Κύρῳ κ</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που δίνει [[ακρόαση]] σε, <i>εὐχωλῇσι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''κατήκοος:''' -ον ([[κατακούω]]), αυτός που ακούει, [[ακροατής]]·<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[ωτακουστής]], [[κατάσκοπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]], [[πειθαρχικός]], [[υποτελής]], στον ίδ., Σοφ.· <i>τινος</i>, σε κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.· επίσης, με δοτ. <i>Κύρῳ κ</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που δίνει [[ακρόαση]] σε, <i>εὐχωλῇσι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατήκοος:''' <b class="num">1)</b> слушающий (λόγον Plat.);<br /><b class="num">2)</b> послушный (γοναί Soph.; κ. καὶ [[πειθαρχικός]] Arst.): κ. τινος и τινι Plat., Plut. покорный кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> внемлющий (εὐχωλῇσι Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ подслушиватель, шпион (κατάσκοποι καὶ κατήκοοι Her.).
}}
}}