Anonymous

κατείργω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατείργω]], ιων. τ. [[κατέργω]] και [[κατέργνυμι]], αττ. τ. [[καθείργω]] και [[καθείργνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] σε κάποιο [[μέρος]], [[κλείνω]] [[μέσα]] («κατεργνῡσι ἐς [[μέσα]] τὰ φρύγανα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιστέλλω]], [[περιορίζω]] («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε δύσκολη [[θέση]], [[πιέζω]], [[καταπιέζω]] (α. «τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι κατειργόμενον» — [[καθετί]] που διαπράττεται από την [[πίεση]] του πολέμου ή κάποιας άλλης συμφοράς, <b>Θουκ.</b><br />β. «κατέργοντές τε πολλόν... τοὺς Ἀθηναίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>επιγρ.</b> [[πολιορκώ]]<br /><b>5.</b> [[παρεμποδίζω]], [[είμαι]] [[εμπόδιο]]<br /><b>6.</b> [[αναβάλλω]], [[βραδύνω]], [[χρονοτριβώ]] («ἐπείγου<br />σὺ κατείργεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατείργομαι</i><br />αναγκάζομαι σε [[υποταγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴργω]] «[[κλείνω]], [[εμποδίζω]]»].
|mltxt=[[κατείργω]], ιων. τ. [[κατέργω]] και [[κατέργνυμι]], αττ. τ. [[καθείργω]] και [[καθείργνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] σε κάποιο [[μέρος]], [[κλείνω]] [[μέσα]] («κατεργνῡσι ἐς [[μέσα]] τὰ φρύγανα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιστέλλω]], [[περιορίζω]] («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε δύσκολη [[θέση]], [[πιέζω]], [[καταπιέζω]] (α. «τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι κατειργόμενον» — [[καθετί]] που διαπράττεται από την [[πίεση]] του πολέμου ή κάποιας άλλης συμφοράς, <b>Θουκ.</b><br />β. «κατέργοντές τε πολλόν... τοὺς Ἀθηναίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>επιγρ.</b> [[πολιορκώ]]<br /><b>5.</b> [[παρεμποδίζω]], [[είμαι]] [[εμπόδιο]]<br /><b>6.</b> [[αναβάλλω]], [[βραδύνω]], [[χρονοτριβώ]] («ἐπείγου<br />σὺ κατείργεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατείργομαι</i><br />αναγκάζομαι σε [[υποταγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴργω]] «[[κλείνω]], [[εμποδίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατείργω:''' Ιων. <i>-[[έργω]]</i>· μέλ. <i>-είρξω</i>, Ιων. <i>-έρξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] μέσα σε, [[κλείνω]] μέσα, σε Ηρόδ.· γενικά, [[καταπιέζω]], [[φέρνω]] σε [[δυσκολία]], στον ίδ. — Παθ., εγκλείομαι, περιορίζομαι, αναγκάζομαι, σε Θουκ.· <i>τὸ κατειργόμενον</i>, αυτό που πράττεται από [[ανάγκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], σε Ευρ.
}}
}}