Anonymous

κατείργω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατείργω:''' Ιων. <i>-[[έργω]]</i>· μέλ. <i>-είρξω</i>, Ιων. <i>-έρξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] μέσα σε, [[κλείνω]] μέσα, σε Ηρόδ.· γενικά, [[καταπιέζω]], [[φέρνω]] σε [[δυσκολία]], στον ίδ. — Παθ., εγκλείομαι, περιορίζομαι, αναγκάζομαι, σε Θουκ.· <i>τὸ κατειργόμενον</i>, αυτό που πράττεται από [[ανάγκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατείργω:''' Ιων. <i>-[[έργω]]</i>· μέλ. <i>-είρξω</i>, Ιων. <i>-έρξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] μέσα σε, [[κλείνω]] μέσα, σε Ηρόδ.· γενικά, [[καταπιέζω]], [[φέρνω]] σε [[δυσκολία]], στον ίδ. — Παθ., εγκλείομαι, περιορίζομαι, αναγκάζομαι, σε Θουκ.· <i>τὸ κατειργόμενον</i>, αυτό που πράττεται από [[ανάγκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατείργω:''' ион. [[κατέργω]] и [[κατείργνυμι|κατείργνῡμι]] (aor. κάτερξα)<br /><b class="num">1)</b> загонять (τοὺς [[βοῦς]] ἐς μέσα τὰ φρύγανα, τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τὰς [[νέας]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> загонять в тупик, запирать, блокировать (τοὺς Ἀθηναίους Her.);<br /><b class="num">3)</b> принуждать, заставлять (τινὰ φόβῳ Plut.): ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι Thuc. покоряться более сильному; τὸ κατειργόμενον Thuc. необходимость, неизбежность;<br /><b class="num">4)</b> препятствовать, мешать (τινὰ ποιεῖν τι Eur.);<br /><b class="num">5)</b> сдерживать, ограничивать (τὴν φιλαρχίαν Plut.).
}}
}}