Anonymous

καυσόομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_20)
(5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυσόομαι''': Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. [[ὑποφέρω]] ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ [[συνήθεια]], Διοσκ. 2. 162, Γαλην.
|lstext='''καυσόομαι''': Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. [[ὑποφέρω]] ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ [[συνήθεια]], Διοσκ. 2. 162, Γαλην.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}