Anonymous

καυσόομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''καυσόομαι:''' воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT).
}}
}}