3,274,313
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καυσόομαι:''' воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT). | |||
}} | }} |