3,270,341
edits
(20) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεδνός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντιστικός]], [[προσεκτικός]], [[επιμελής]], [[ικανός]], [[πιστός]] («[[κεδνός]] [[οἰακοστρόφος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευγενής]] («παρθένον κεδνάν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[αγαπητός]], αυτός που τον φροντίζουν, που τον αγαπούν («κεδνότατοι καὶ φίλτατοι [[ἦσαν]] ἁπάντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πράγμ.</b>) (στον Όμ. μόνο στο ουδ. πληθ.) [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («κεδνὰ ἰδυῑα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καλός]], [[αγαθός]], [[χρηστός]] («ἤθεα κεδνά», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πολύτιμος]], εκτιμώμενος («κεδνάν [[χάριν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[σοφός]] («κεδνάς ἐφετμάς» — τις συνετές συμβουλές, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (για ειδήσεις) [[καλός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεδνόν</i><br />ευχάριστο νέο, χαρμόσυνο νέο («[[οὔπω]] τι κεδνὸν [[ἔσχον]] Ἀργείων [[πάρα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με [[κήδομαι]] «[[φροντίζω]]», [[κῆδος]] (δωρ. <i>κᾶδος</i>), η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει στο <i>ε</i> του [[κεδνός]] [[αντί]] του <i>ᾱ</i> / <i>η</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ανάγεται σε <i>ked</i>- «[[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόσμος]]) και συνδέεται πιθ. με το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>kesameno</i>, που όμως [[είναι]] αβέβαιο]. | |mltxt=[[κεδνός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντιστικός]], [[προσεκτικός]], [[επιμελής]], [[ικανός]], [[πιστός]] («[[κεδνός]] [[οἰακοστρόφος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευγενής]] («παρθένον κεδνάν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[αγαπητός]], αυτός που τον φροντίζουν, που τον αγαπούν («κεδνότατοι καὶ φίλτατοι [[ἦσαν]] ἁπάντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πράγμ.</b>) (στον Όμ. μόνο στο ουδ. πληθ.) [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («κεδνὰ ἰδυῑα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καλός]], [[αγαθός]], [[χρηστός]] («ἤθεα κεδνά», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πολύτιμος]], εκτιμώμενος («κεδνάν [[χάριν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[σοφός]] («κεδνάς ἐφετμάς» — τις συνετές συμβουλές, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (για ειδήσεις) [[καλός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεδνόν</i><br />ευχάριστο νέο, χαρμόσυνο νέο («[[οὔπω]] τι κεδνὸν [[ἔσχον]] Ἀργείων [[πάρα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με [[κήδομαι]] «[[φροντίζω]]», [[κῆδος]] (δωρ. <i>κᾶδος</i>), η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει στο <i>ε</i> του [[κεδνός]] [[αντί]] του <i>ᾱ</i> / <i>η</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ανάγεται σε <i>ked</i>- «[[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόσμος]]) και συνδέεται πιθ. με το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>kesameno</i>, που όμως [[είναι]] αβέβαιο]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεδνός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσεκτικός]], [[επιμελής]], [[φιλόπονος]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., επιμελημένος, [[αγαπητός]], περιποιημένος, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, κέδν' [[ἰδυῖα]], που γνωρίζει τα καθήκοντά της, σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[φροντίς]], <i>βουλεύματα</i>, [[φρόνιμος]], [[σοφός]], σε Αισχύλ.· λέγεται για [[νέα]], ειδήσεις, [[καλός]], [[χαρούμενος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |