Anonymous

κατηφής: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[κατηφής]], -ές)<br />[[κυρίως]] αυτός που έχει στραμμένα [[προς]] τα [[κάτω]] τα μάτια από [[λύπη]] ή [[ντροπή]], [[άκεφος]], [[σκυθρωπός]], [[δύσθυμος]], [[κατσούφης]] (α. «[[κατηφής]] και [[απαρηγόρητος]]», Καλλιγ.<br />β. «κατηφὲς ὄμμ' ἔχεις;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αμπέλι]]) αυτό που έχει υποστεί μαρασμό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («[[χωρίον]] κατηφές», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἁφή</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]]].
|mltxt=-ές (AM [[κατηφής]], -ές)<br />[[κυρίως]] αυτός που έχει στραμμένα [[προς]] τα [[κάτω]] τα μάτια από [[λύπη]] ή [[ντροπή]], [[άκεφος]], [[σκυθρωπός]], [[δύσθυμος]], [[κατσούφης]] (α. «[[κατηφής]] και [[απαρηγόρητος]]», Καλλιγ.<br />β. «κατηφὲς ὄμμ' ἔχεις;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αμπέλι]]) αυτό που έχει υποστεί μαρασμό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («[[χωρίον]] κατηφές», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἁφή</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατηφής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει χαμηλωμένα μάτια, [[κατσούφης]], αποκαρδιωμένος, [[άφωνος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[ασαφής]], [[απροσδιόριστος]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}