Anonymous

κατηφής: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατηφής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει χαμηλωμένα μάτια, [[κατσούφης]], αποκαρδιωμένος, [[άφωνος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[ασαφής]], [[απροσδιόριστος]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κατηφής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει χαμηλωμένα μάτια, [[κατσούφης]], αποκαρδιωμένος, [[άφωνος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[ασαφής]], [[απροσδιόριστος]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατηφής -ές [κατά, ἁφή?] met neergeslagen ogen, beschaamd.
}}
}}