Anonymous

κεντρίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κεντρίζω]]) [[κέντρον]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («[[κεντρίζω]] το [[άλογο]]»)<br /><b>2.</b> (για μέλισσες ή σφήκες) [[τσιμπώ]] με το [[κεντρί]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[εξάπτω]], [[διεγείρω]] («μού κέντρισε την [[περιέργεια]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φυτά) [[κεντρώνω]], [[μπολιάζω]].
|mltxt=(ΑΜ [[κεντρίζω]]) [[κέντρον]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («[[κεντρίζω]] το [[άλογο]]»)<br /><b>2.</b> (για μέλισσες ή σφήκες) [[τσιμπώ]] με το [[κεντρί]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[εξάπτω]], [[διεγείρω]] («μού κέντρισε την [[περιέργεια]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φυτά) [[κεντρώνω]], [[μπολιάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεντρίζω:''' μέλ. —ίσω = [[κεντέω]], [[κεντρίζω]], [[τρυπώ]], κεντώ, [[τσιμπώ]], σε Ξεν.· μεταφ., [[ἔρως]] κ., στον ίδ.
}}
}}