Anonymous

κεντρίζω: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aiguillonner.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]].
|btext=aiguillonner.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κεντρίζω]]) [[κέντρον]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («[[κεντρίζω]] το [[άλογο]]»)<br /><b>2.</b> (για μέλισσες ή σφήκες) [[τσιμπώ]] με το [[κεντρί]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[εξάπτω]], [[διεγείρω]] («μού κέντρισε την [[περιέργεια]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φυτά) [[κεντρώνω]], [[μπολιάζω]].
}}
}}