Anonymous

κατολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατολισθάνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατολισθαίνω]].
|mltxt=[[κατολισθάνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατολισθαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή βυθίζομαι προς τα [[κάτω]], σε Λουκ.
}}
}}