κατολισθάνω

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολισθάνω Medium diacritics: κατολισθάνω Low diacritics: κατολισθάνω Capitals: ΚΑΤΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: katolisthánō Transliteration B: katolisthanō Transliteration C: katolisthano Beta Code: katolisqa/nw

English (LSJ)

later κατολισθαίνω Gal.7.36, Agath.1.1: Ep. aor. 2 κατόλισθε A.R.1.390: aor. 1 κατωλίσθησα Alciphr.3.64: pf. κατωλίσθηκα Orib.50.42.3:—slip, sink down, Str.4.6.6; of hernia, Gal.l.c.; of a building, collapse, Agath.1.10: metaph., κατολισθάνω ἐς πάθος, κατολισθάνω εἰς ἔρωτα, Luc. Abd.28, Alciphr. l.c.; εἰς τὸ βλάσφημον Ael.Fr.60; εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1.

French (Bailly abrégé)

glisser, se laisser tomber ; fig. κατολισθάνω εἰς ἔρωτα = tomber amoureux.
Étymologie: κατά, ὀλισθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ολισθάνω uitglijden; overdr. terugvallen:. ἐς τὸ πάθος τοῦτο in die aandoening Luc. 54.28.

German (Pape)

(ὀλισθαίνω), hinuntergleiten, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV.204 und andere Spätere, wie Luc. und Ael.; aor. κατόλισθε Ap.Rh. 1.390; κατώλισθον Vetera Lexica; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3.64; Clem.Al.

Russian (Dvoretsky)

κατολισθάνω: досл. соскальзывать, перен. впадать, попадать, быть увлеченным (ἐς πάθος Luc.).

Greek Monolingual

κατολισθάνω (Α)
βλ. κατολισθαίνω.

Greek Monotonic

κατολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή βυθίζομαι προς τα κάτω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατολισθάνω: (ἴδε ἐν λέξει ὀλισθάνω)· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων καταπίπτω ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or sink down, Luc.