Anonymous

κέρμα: Difference between revisions

From LSJ
358 bytes added ,  30 December 2018
5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κέρμα]]) [[κείρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νόμισμα]] μικρής αξίας κατασκευασμένο [[συνήθως]] από μη πολύτιμο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> παλαιότερα, η σφαιρική [[οβίδα]] την οποία εκσφενδόνιζαν τα πυροβόλα που ήταν στημένα στο [[κατάστρωμα]] πλοίου<br /><b>3.</b> (πυρην. φυσ.) η κινητική [[ενέργεια]] που μεταδίδεται από μη φορτισμένα σωματίδια σε φορτισμένα σωματίδια ανά [[μονάδα]] μάζας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]], [[θραύσμα]], [[κομμάτι]], [[μέρος]] («τὰ κέρματα τοῡ ἡνωμένου ἡνωμένα», Δαμάσκ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[νόμισμα]], συν. χάλκινο<br /><b>3.</b> (περιληπτικά) χρήματα.
|mltxt=το (Α [[κέρμα]]) [[κείρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νόμισμα]] μικρής αξίας κατασκευασμένο [[συνήθως]] από μη πολύτιμο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> παλαιότερα, η σφαιρική [[οβίδα]] την οποία εκσφενδόνιζαν τα πυροβόλα που ήταν στημένα στο [[κατάστρωμα]] πλοίου<br /><b>3.</b> (πυρην. φυσ.) η κινητική [[ενέργεια]] που μεταδίδεται από μη φορτισμένα σωματίδια σε φορτισμένα σωματίδια ανά [[μονάδα]] μάζας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]], [[θραύσμα]], [[κομμάτι]], [[μέρος]] («τὰ κέρματα τοῡ ἡνωμένου ἡνωμένα», Δαμάσκ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[νόμισμα]], συν. χάλκινο<br /><b>3.</b> (περιληπτικά) χρήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέρμα:''' -ατος, τό ([[κείρω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τεμάχιο]]· απ' όπου, μικρό [[νόμισμα]], [[οβολός]], στον πληθ., μικρά κέρματα, «[[ψιλά]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.
}}
}}