Anonymous

κέρμα: Difference between revisions

From LSJ
315 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέρμα:''' -ατος, τό ([[κείρω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τεμάχιο]]· απ' όπου, μικρό [[νόμισμα]], [[οβολός]], στον πληθ., μικρά κέρματα, «[[ψιλά]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.
|lsmtext='''κέρμα:''' -ατος, τό ([[κείρω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τεμάχιο]]· απ' όπου, μικρό [[νόμισμα]], [[οβολός]], στον πληθ., μικρά κέρματα, «[[ψιλά]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κέρμα:''' ατος τό pl. мелкие монеты, деньги Dem., NT, Plut., Anth.: τὸ [[στόμα]] τινὸς ἐπιβύειν κέρμασιν Arph. заткнуть кому-л. рот некоторой суммой денег, т. е. подкупить кого-л.
}}
}}