Anonymous

κερδαίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κερδένω (ΑΜ [[κερδαίνω]], Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [[κέρδος]]<br />[[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[κερδίζω]], ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε [[μετά]] κείνη», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί.<br />γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα», Ανδοκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αναδεικνύομαι [[νικητής]], [[υπερισχύω]], [[νικώ]], [[καταβάλλω]] τον αντίπαλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[κερδαίνω]] τους κόπους μου» — ανταμείβομαι για τις προσπάθειες μου (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[φτωχός]] θαρρεί κερδαίνει και φυρνά και δεν το νιώνει» — για υπερβολική και [[κακώς]] εννοούμενη [[οικονομία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] ή σε [[κάτι]] από [[τύχη]] ή με τις ικανότητες μου, [[αποκτώ]] [[κάτι]] καλό («ἐγώ νὰ ζῶ νὰ περπατῶ κι' [[ἄλλος]] νὰ τὴν κερδαίσῃ», Φλώρ.)<br /><b>2.</b> [[ξεπερνώ]], [[νικώ]] [[κάτι]] («τη [[μάνητα]] σου... να κερδαίσει», Ερωφ.)<br /><b>3.</b> [[κατορθώνω]] [[κάτι]] («γή να κερδαίσουν τίποτι γή να θανατωθούν», Αχέλ.)<br /><b>4.</b> [[κατέχω]] [[κυριεύω]]<br /><b>5.</b> [[σώζω]], [[διασώζω]], [[κάτι]] («κερδαίνειν τὴν ψυχὴν σου»)<br /><b>6.</b> [[κληρονομώ]] («οἱ δύο ἀδελφάδες... τὸ ἐκέρδαισαν», Ασσίζ.)<br /><b>7.</b> [[παίρνω]] με το [[μέρος]] μου («ἡ ξενιτειἀ θὰ μὲ κερδαίσει», Περί ξεν.)<br /><b>8.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («τὴν βασιλείαν σου [[μόνος]] σου κέρδαισέ τὴν», Φλώρ.)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «κερδαίννω τη ζωή μου» — [[βγάζω]] τα έξοδα μου<br />β) «[[κερδαίνω]] τη [[μάχη]]» ή «[[κερδαίνω]] τον πόλεμο» — [[νικώ]]<br />γ) «[[κερδαίνω]] το [[ζήτημα]]» — [[κερδίζω]] σε δικαστικό αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[εμπόριο]], [[εμπορεύομαι]] («κερδαίνετ', ἐμπολᾱτε τἀπὸ Σάρδεων [[ἤλεκτρον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> βλάπτομαι, ζημιώνομαι από [[κάτι]] («κερδῆναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[σώζω]] τον εαυτό μου από κάποιο [[κακό]], [[ξεφεύγω]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καί τήν ζημίαν», ΚΔ).
|mltxt=και κερδένω (ΑΜ [[κερδαίνω]], Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [[κέρδος]]<br />[[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[κερδίζω]], ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε [[μετά]] κείνη», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί.<br />γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα», Ανδοκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αναδεικνύομαι [[νικητής]], [[υπερισχύω]], [[νικώ]], [[καταβάλλω]] τον αντίπαλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[κερδαίνω]] τους κόπους μου» — ανταμείβομαι για τις προσπάθειες μου (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[φτωχός]] θαρρεί κερδαίνει και φυρνά και δεν το νιώνει» — για υπερβολική και [[κακώς]] εννοούμενη [[οικονομία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] ή σε [[κάτι]] από [[τύχη]] ή με τις ικανότητες μου, [[αποκτώ]] [[κάτι]] καλό («ἐγώ νὰ ζῶ νὰ περπατῶ κι' [[ἄλλος]] νὰ τὴν κερδαίσῃ», Φλώρ.)<br /><b>2.</b> [[ξεπερνώ]], [[νικώ]] [[κάτι]] («τη [[μάνητα]] σου... να κερδαίσει», Ερωφ.)<br /><b>3.</b> [[κατορθώνω]] [[κάτι]] («γή να κερδαίσουν τίποτι γή να θανατωθούν», Αχέλ.)<br /><b>4.</b> [[κατέχω]] [[κυριεύω]]<br /><b>5.</b> [[σώζω]], [[διασώζω]], [[κάτι]] («κερδαίνειν τὴν ψυχὴν σου»)<br /><b>6.</b> [[κληρονομώ]] («οἱ δύο ἀδελφάδες... τὸ ἐκέρδαισαν», Ασσίζ.)<br /><b>7.</b> [[παίρνω]] με το [[μέρος]] μου («ἡ ξενιτειἀ θὰ μὲ κερδαίσει», Περί ξεν.)<br /><b>8.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («τὴν βασιλείαν σου [[μόνος]] σου κέρδαισέ τὴν», Φλώρ.)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «κερδαίννω τη ζωή μου» — [[βγάζω]] τα έξοδα μου<br />β) «[[κερδαίνω]] τη [[μάχη]]» ή «[[κερδαίνω]] τον πόλεμο» — [[νικώ]]<br />γ) «[[κερδαίνω]] το [[ζήτημα]]» — [[κερδίζω]] σε δικαστικό αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[εμπόριο]], [[εμπορεύομαι]] («κερδαίνετ', ἐμπολᾱτε τἀπὸ Σάρδεων [[ἤλεκτρον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> βλάπτομαι, ζημιώνομαι από [[κάτι]] («κερδῆναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[σώζω]] τον εαυτό μου από κάποιο [[κακό]], [[ξεφεύγω]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καί τήν ζημίαν», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κερδαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, Ιων. <i>-[[ανέω]]</i>, επίσης <i>κερδήσω</i> και <i>κερδήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέρδᾱνα</i>, Ιων. <i>-ηνα</i>, επίσης [[ἐκέρδησα]]· παρακ. <i>κεκέρδηκα</i>· ([[κέρδος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κερδίζω]], [[αποφέρω]] [[κέρδος]] ή [[ωφέλεια]], προσπορίζομαι, <i>κακὰ κ</i>., [[αποκτώ]] [[παράνομα]] κέρδη, σε Ησίοδ.· <i>κ. ἔκ</i>. ή ἀπό τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινος, σε Σοφ.· <i>τί κερδανῶ;</i> τί θα κερδίσω απ' αυτό; σε Αριστοφ.· με μτχ., [[κερδίζω]] από το να κάνω, <i>οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[αποκτώ]] [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[εμπορεύομαι]], κάνω [[εμπόριο]], σε Σοφ.· <i>κ. ἔπη</i>, [[αποδέχομαι]] όμορφα [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀπολαύω]], πορίζομαι [[ζημία]], ζημιώνομαι από [[κάτι]], όπως <i>δάκρυα κ</i>., σε Ευρ.· <i>κ. ζημιάν</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}