3,274,921
edits
(20) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο και [[κέδρος]], η και [[κέδρο]], το (ΑΜ [[κέδρος]], ἡ και ὁ και [[κέδρον]], το)<br /><b>βοτ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] πευκίδες<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] διαφόρων κωνοφόρων δέντρων που μοιάζουν με το ομώνυμο [[δέντρο]] στο ότι [[είναι]] αειθαλή και έχουν αρωματική κόκκινη ή κοκκινωπή [[ξυλεία]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>τo [[κέδρον]]<br />[[θυμίαμα]], [[λιβανωτό]], [[λιβάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[καρπός]] του κωνοφόρου δέντρου [[κέδρος]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] κατασκευασμένο από [[ξύλο]] κέδρου<br /><b>3.</b> κέδρινο [[φέρετρο]], κέδρινο [[κιβούρι]]<br /><b>4.</b> κέδρινο [[κιβώτιο]] ως [[κυψέλη]] τών [[μελισσών]]<br /><b>5.</b> το αρωματικό [[έλαιο]] που παράγεται από τη [[ρητίνη]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ked</i>- «[[καπνίζω]], [[μαυρίζω]] με [[καπνιά]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kadru</i>- «[[καστανός]], αρχ. σλαβ. <i>kaditi</i> «[[καπνίζω]], [[λιβανίζω]]», ρωσ. <i>čad</i>, λιθουαν. <i>kadag</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[κέδρος]]». Το λατ. <i>cedrus</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από το ελλ. [[κέδρος]] και συνδέεται [[επίσης]] με ελλ. [[κίτρον]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>citrum</i>). Συνδέεται [[επίσης]] με ιταλ. <i>cedro</i>, αγγλ. <i>cedar</i>, γερμ. <i>zeder</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεδρέα]], [[κεδρία]], [[κέδρινος]], [[κέδρο]](<i>ν</i>), [[κεδρώνω]](-<i>ώ</i>), [[κέδρωστις]], [[κεδρωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>κεδρεάτις</i>, [[κεδρίνεος]], <i>κεδρύς</i>, [[κεδρίον]], [[κεδρίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεδρί]], [[κεδρώνας]], [[κέδρωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεδρέλαιο]](<i>ν</i>)), [[κεδρόμηλο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεδρελάτη]], [[κεδροπαγής]], [[κεδροχαρής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεδροκούκουτσο]]. (Β' συνθετικό) [[οξύκεδρος]]]. | |mltxt=ο και [[κέδρος]], η και [[κέδρο]], το (ΑΜ [[κέδρος]], ἡ και ὁ και [[κέδρον]], το)<br /><b>βοτ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] πευκίδες<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] διαφόρων κωνοφόρων δέντρων που μοιάζουν με το ομώνυμο [[δέντρο]] στο ότι [[είναι]] αειθαλή και έχουν αρωματική κόκκινη ή κοκκινωπή [[ξυλεία]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ.</b>) <i>τo [[κέδρον]]<br />[[θυμίαμα]], [[λιβανωτό]], [[λιβάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[καρπός]] του κωνοφόρου δέντρου [[κέδρος]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] κατασκευασμένο από [[ξύλο]] κέδρου<br /><b>3.</b> κέδρινο [[φέρετρο]], κέδρινο [[κιβούρι]]<br /><b>4.</b> κέδρινο [[κιβώτιο]] ως [[κυψέλη]] τών [[μελισσών]]<br /><b>5.</b> το αρωματικό [[έλαιο]] που παράγεται από τη [[ρητίνη]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ked</i>- «[[καπνίζω]], [[μαυρίζω]] με [[καπνιά]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kadru</i>- «[[καστανός]], αρχ. σλαβ. <i>kaditi</i> «[[καπνίζω]], [[λιβανίζω]]», ρωσ. <i>čad</i>, λιθουαν. <i>kadag</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[κέδρος]]». Το λατ. <i>cedrus</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από το ελλ. [[κέδρος]] και συνδέεται [[επίσης]] με ελλ. [[κίτρον]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>citrum</i>). Συνδέεται [[επίσης]] με ιταλ. <i>cedro</i>, αγγλ. <i>cedar</i>, γερμ. <i>zeder</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεδρέα]], [[κεδρία]], [[κέδρινος]], [[κέδρο]](<i>ν</i>), [[κεδρώνω]](-<i>ώ</i>), [[κέδρωστις]], [[κεδρωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>κεδρεάτις</i>, [[κεδρίνεος]], <i>κεδρύς</i>, [[κεδρίον]], [[κεδρίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεδρί]], [[κεδρώνας]], [[κέδρωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεδρέλαιο]](<i>ν</i>)), [[κεδρόμηλο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεδρελάτη]], [[κεδροπαγής]], [[κεδροχαρής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεδροκούκουτσο]]. (Β' συνθετικό) [[οξύκεδρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κέδρος:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[κέδρος]], το δέντρο, Λατ. [[cedrus]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[ξύλο]] κέδρου· κέδρινη [[κάσα]], σε Ευρ.· κέδρινο [[κιβώτιο]] σαν [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[λάδι]] από [[κέδρο]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |