Anonymous

κέδρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέδρος:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[κέδρος]], το δέντρο, Λατ. [[cedrus]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[ξύλο]] κέδρου· κέδρινη [[κάσα]], σε Ευρ.· κέδρινο [[κιβώτιο]] σαν [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[λάδι]] από [[κέδρο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κέδρος:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[κέδρος]], το δέντρο, Λατ. [[cedrus]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[ξύλο]] κέδρου· κέδρινη [[κάσα]], σε Ευρ.· κέδρινο [[κιβώτιο]] σαν [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[λάδι]] από [[κέδρο]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κέδρος:''' ἡ<b class="num">1)</b> кедр: τὸ ἀπὸ κέδρου [[ἄλειφαρ]] Her. (благовонное) кедровое масло;<br /><b class="num">2)</b> кедровый гроб (ἐν τῇ κέδρῳ θάψαι παῖδα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> кедровый ящик Theocr.;<br /><b class="num">4)</b> кедровое масло (τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Luc.).
}}
}}