Anonymous

κιθαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κιθαρίζω]]) [[κιθάρα]]<br />[[παίζω]] [[κιθάρα]] («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίζω]] [[κιθάρα]] ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, [[φόρμιγγα]], [[λύρα]] κ.λπ., [[συνοδεύω]] [[άσμα]] με [[μουσική]] [[υπόκρουση]] («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κιθαρίζομαι</i><br />(για [[μουσική]] ή [[μελωδία]]) έχω συντεθεί για [[κιθάρα]], παίζομαι στην [[κιθάρα]] («κιθαριζόμενον [[ποίημα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται» — για άμουσο και απαίδευτο άνθρωπο, <b>Αριστοφ.</b><br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ὄνος]] κιθαρίζειν πειρώμενος» — για [[θέαμα]] που προκαλεί το [[γέλιο]] (<b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=(ΑΜ [[κιθαρίζω]]) [[κιθάρα]]<br />[[παίζω]] [[κιθάρα]] («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίζω]] [[κιθάρα]] ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, [[φόρμιγγα]], [[λύρα]] κ.λπ., [[συνοδεύω]] [[άσμα]] με [[μουσική]] [[υπόκρουση]] («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κιθαρίζομαι</i><br />(για [[μουσική]] ή [[μελωδία]]) έχω συντεθεί για [[κιθάρα]], παίζομαι στην [[κιθάρα]] («κιθαριζόμενον [[ποίημα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται» — για άμουσο και απαίδευτο άνθρωπο, <b>Αριστοφ.</b><br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ὄνος]] κιθαρίζειν πειρώμενος» — για [[θέαμα]] που προκαλεί το [[γέλιο]] (<b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῐθᾰρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[κίθαρις]]), [[παίζω]] την [[κιθάρα]], <i>φόρμιγγι κιθάριζε</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>λύρῃ ἐρατὸν κιθαρίζων</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· (έτσι ώστε δεν υπήρχε ιδιαίτερη [[διαφορά]] [[ανάμεσα]] στο [[κιθάρα]], [[λύρα]] και [[φόρμιγξ]])· <i>κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται</i>, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, σε Αριστοφ.
}}
}}